Αινοπαρις

Αινοπαρις
    Αἰνόπαρις
    Αἰνό-πᾰρις
    -ιδος ὅ Парис, виновник пагубы Eur.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "Αινοπαρις" в других словарях:

  • αἰνόπαρις — direful Paris masc nom sg αἰνόπαρις direful Paris fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αινόπαρις — Αἰνόπαρις ( ιδος), ο (Α) ο δυσοίωνος, ο πρόξενος συμφορών Πάρις (πρβλ. και Δύσπαρις). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + Πάρις] …   Dictionary of Greek

  • Αἰνόπαρις — direful Paris masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰνόπαριν — Αἰνόπαρις direful Paris masc acc sg αἰνόπαρις direful Paris fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰνόπαριν — Αἰνόπαρις direful Paris masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αινελένη — η η φοβερή Ελένη (όπως αινόπαρις). [ΕΤΥΜΟΛ. < αινή + Ελένη] …   Dictionary of Greek

  • αινός — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»